- κυάνοφρυς
- κῠάν-οφρυς [ᾰ], υ, gen. υος,A dark-browed, Theoc.3.18, 17.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανόφρυς — κυανόφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] … Dictionary of Greek
κυανόφρυες — κυανόφρυς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek